- φιδοπουκάμισο
- το змеиная кожа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιδοπουκάμισο — το, Ν το αποβαλλόμενο δέρμα τού φιδιού … Dictionary of Greek
φιδοπουκάμισο — το (ζωολ.), το δέρμα φιδιού που πέφτει ακέραιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γήρας — Η περίοδος της ζωής που ακολουθεί την ώριμη ηλικία και προηγείται του φυσικού θανάτου. Στις προηγμένες χώρες, θεωρείται ότι το γ. αρχίζει στα 60 χρόνια, ηλικία στην οποία αρχίζει συνήθως η παροχή σύνταξης ή η αποχώρηση από την ενεργό… … Dictionary of Greek
ντύμα — το [ντύνω] 1. κάλυμμα σώματος, ρούχο, φόρεμα, ένδυμα 2. επένδυση βιβλίου ή τετραδίου 3. φρ. «ντύμα τού φιδιού» το ακέραιο δέρμα τού φιδιού που αποβάλλεται, φιδοπουκαμισο 4. δέρμα … Dictionary of Greek
φιδοτόμαρο — το, Ν φιδοπουκάμισο … Dictionary of Greek